- χαβάνι
- το(λ. τουρκ.), γουδί: Στουμπίσαμε τα καρύδια στο χαβάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαβάνι — το, Ν 1. μεταλλικό γουδί 2. καπνοκοπτική μηχανή 3. φρ. «χτυπώ το νερό στο χαβάνι» επιμένω στίς ίδιες άσκοπες συζητήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. havan] … Dictionary of Greek
χαβανόχερο — το, Ν ο κόπανος τού χαβανιού, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβάνι + χέρι] … Dictionary of Greek
havan — HAVÁN, Ă, havani, e, adj., s.f. 1. adj. De culoare maro deschis (ca aceea a tutunului). 2. s.f. Ţigară de foi fabricată din tutun de calitate superioară, provenit din Cuba; p. gener. ţigară de foi. 3. s.f. Plută de mare alcătuită din trunchiuri… … Dicționar Român